- λαϊκότητα
- η1. το γνώρισμα τού λαϊκού, το να είναι κάτι λαϊκό2. απλότητα στους τρόπους και στο ντύσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαϊκός. Η λ., στον λόγιο τ. λαϊκότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.